υποδερμικός

υποδερμικός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα, ο υποδόριος: Υποδερμικός ιστός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποδερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. φρ. «υποδερμική ένεση» ιατρ. υποδόρια ένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδερμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • υποδόριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (τη δορά), κάτω από την επιδερμίδα, ο υποδερμικός: Υποδόριος ιστός. – Υποδόριες ενέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”